Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
View word page
βαπτίζω
βαπτίζω to dip in or under water; metaph., βεβαπτισμένοι soaked in wine, Plat.; ὀφλήμασι βεβ. over head and ears in debt, Plut. to baptize, τινά NTest.:—Pass., βαπτίζεσθαι εἰς μετάνοιαν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν NTest.:—Mid. to get oneself baptized, NTest.

ShortDef

to dip in

Debugging

Headword:
βαπτίζω
Headword (normalized):
βαπτίζω
Headword (normalized/stripped):
βαπτιζω
IDX:
6098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6102
Key:
bapti/zw

Data

{'content': 'βαπτίζω\n to dip in or under water; metaph., βεβαπτισμένοι soaked in wine, Plat.; ὀφλήμασι βεβ. over head and ears in debt, Plut.\n to baptize, τινά NTest.:—Pass., βαπτίζεσθαι εἰς μετάνοιαν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν NTest.:—Mid. to get oneself baptized, NTest.', 'key': 'bapti/zw'}