Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
View word page
βαναυσουργία
βαναυσουργία *ἔργω handicraft, Plut.

ShortDef

handicraft

Debugging

Headword:
βαναυσουργία
Headword (normalized):
βαναυσουργία
Headword (normalized/stripped):
βαναυσουργια
IDX:
6096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6100
Key:
banausourgi/a

Data

{'content': 'βαναυσουργία\n *ἔργω\n handicraft, Plut.', 'key': 'banausourgi/a'}