Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἄβυσσος
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
View word page
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθεν from Abydos, Il.
ShortDef
from Abydos
Debugging
Headword:
Ἀβυδόθεν
Headword (normalized):
ἀβυδόθεν
Headword (normalized/stripped):
αβυδοθεν
IDX:
61
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n61
Key:
*)abudo/qen
Data
{'content': 'Ἀβυδόθεν\n from Abydos, Il.', 'key': '*)abudo/qen'}