Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
View word page
βαναυσικός
βαναυσικός from βάναυσος of or for mechanics: τέχνη β. a mere mechanical art, Lat. ars sellularia, Xen.

ShortDef

of or for artisans

Debugging

Headword:
βαναυσικός
Headword (normalized):
βαναυσικός
Headword (normalized/stripped):
βαναυσικος
IDX:
6094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6098
Key:
banausiko/s

Data

{'content': 'βαναυσικός\n from βάναυσος\n of or for mechanics: τέχνη β. a mere mechanical art, Lat. ars sellularia, Xen.', 'key': 'banausiko/s'}