Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
View word page
βαναυσία
βαναυσία from βάναυσος handicraft, the practice of a mere mechanical art, Hdt.
ShortDef
handicraft, the practice of a mere mechanical art
Debugging
Headword:
βαναυσία
Headword (normalized):
βαναυσία
Headword (normalized/stripped):
βαναυσια
IDX:
6093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6097
Key:
banausi/a
Data
{'content': 'βαναυσία\n from βάναυσος\n handicraft, the practice of a mere mechanical art, Hdt.', 'key': 'banausi/a'}