Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
View word page
βάμμα
βάμμα βάπτω that in which a thing is dipped, dye, Plat., v. βάπτω I. 3.
ShortDef
that in which a thing is dipped, dye
Debugging
Headword:
βάμμα
Headword (normalized):
βάμμα
Headword (normalized/stripped):
βαμμα
IDX:
6092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6096
Key:
ba/mma
Data
{'content': 'βάμμα\n βάπτω\n that in which a thing is dipped, dye, Plat., v. βάπτω I. 3.', 'key': 'ba/mma'}