Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
View word page
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτομέω from βαλλαντιοτόμος to cut purses, Plat., Xen.

ShortDef

to cut purses

Debugging

Headword:
βαλλαντιοτομέω
Headword (normalized):
βαλλαντιοτομέω
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιοτομεω
IDX:
6086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6090
Key:
ballantiotome/w

Data

{'content': 'βαλλαντιοτομέω\n from βαλλαντιοτόμος\n to cut purses, Plat., Xen.', 'key': 'ballantiotome/w'}