Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
View word page
βαλλάντιον
βαλλάντιον a bag, pouch, purse, Simon., Ar.

ShortDef

a bag, pouch, purse

Debugging

Headword:
βαλλάντιον
Headword (normalized):
βαλλάντιον
Headword (normalized/stripped):
βαλλαντιον
IDX:
6085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6089
Key:
balla/ntion

Data

{'content': 'βαλλάντιον\n a bag, pouch, purse, Simon., Ar.', 'key': 'balla/ntion'}