Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
View word page
βαλιός
βαλιός deriv. uncertain spotted, dappled, Eur.
ShortDef
spotted, dappled
Debugging
Headword:
βαλιός
Headword (normalized):
βαλιός
Headword (normalized/stripped):
βαλιος
IDX:
6084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6088
Key:
balio/s
Data
{'content': 'βαλιός\n deriv. uncertain\n spotted, dappled, Eur.', 'key': 'balio/s'}