Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαλανάγρα
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
βάλλω
βαμβαίνω
View word page
βαλανόω
βαλανόω from βάλανος to fasten with a bolt-pin (βάλανος II), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.:—Pass., βεβαλανωμένος, η, ον, shut close, secured, Ar.

ShortDef

to fasten with a bolt-pin

Debugging

Headword:
βαλανόω
Headword (normalized):
βαλανόω
Headword (normalized/stripped):
βαλανοω
IDX:
6081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6085
Key:
balano/w

Data

{'content': 'βαλανόω\n from βάλανος\n to fasten with a bolt-pin (βάλανος II), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.:—Pass., βεβαλανωμένος, η, ον, shut close, secured, Ar.', 'key': 'balano/w'}