Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βακχιώτης
Βάκχος
βαλανάγρα
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
βαλλήν
View word page
βαλανοδόκη
βαλανοδόκη δέχομαι the socket in a door-post to receive the βάλανος (II).

ShortDef

the socket in a door-post to receive the βάλανος

Debugging

Headword:
βαλανοδόκη
Headword (normalized):
βαλανοδόκη
Headword (normalized/stripped):
βαλανοδοκη
IDX:
6079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6083
Key:
balanodo/kh

Data

{'content': 'βαλανοδόκη\n δέχομαι\n the socket in a door-post to receive the βάλανος (II).', 'key': 'balanodo/kh'}