Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βακχίς
Βακχιώτης
Βάκχος
βαλανάγρα
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
Βαλλήναδε
View word page
βαλάνισσα
βαλάνισσα fem. of βαλανεύς a bathing-woman, Anth.

ShortDef

a bathing-woman

Debugging

Headword:
βαλάνισσα
Headword (normalized):
βαλάνισσα
Headword (normalized/stripped):
βαλανισσα
IDX:
6078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6082
Key:
bala/nissa

Data

{'content': 'βαλάνισσα\n fem. of βαλανεύς\n a bathing-woman, Anth.', 'key': 'bala/nissa'}