Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Βακχιάς
Βακχίς
Βακχιώτης
Βάκχος
βαλανάγρα
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
βαλλαντιοτομέω
βαλλαντιοτόμος
View word page
βαλανίζω
βαλανίζω βαλανίζω δρῦν, to shake acorns from the oak: as a proverb. answer to beggars, ἄλλην δρῦν βαλάνιζε Anth.
ShortDef
to shake acorns from
Debugging
Headword:
βαλανίζω
Headword (normalized):
βαλανίζω
Headword (normalized/stripped):
βαλανιζω
IDX:
6077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6081
Key:
balani/zw
Data
{'content': 'βαλανίζω\n βαλανίζω δρῦν, to shake acorns from the oak: as a proverb. answer to beggars, ἄλλην δρῦν βαλάνιζε Anth.', 'key': 'balani/zw'}