Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βάκχη
Βακχιάζω
Βακχιάς
Βακχίς
Βακχιώτης
Βάκχος
βαλανάγρα
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
βαλανίζω
βαλάνισσα
βαλανοδόκη
βάλανος
βαλανόω
βαλβίς
Βαλίος
βαλιός
βαλλάντιον
View word page
βαλανηφάγος
βαλανηφάγος φαγεῖν acorn-eating, Orac. ap. Hdt.

ShortDef

acorn-eating

Debugging

Headword:
βαλανηφάγος
Headword (normalized):
βαλανηφάγος
Headword (normalized/stripped):
βαλανηφαγος
IDX:
6075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6079
Key:
balanhfa/gos

Data

{'content': 'βαλανηφάγος\n φαγεῖν\n acorn-eating, Orac. ap. Hdt.', 'key': 'balanhfa/gos'}