Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
Βάκχευσις
Βακχεύς
Βακχευτής
Βακχευτικός
Βακχεύτωρ
Βακχεύω
Βάκχη
Βακχιάζω
Βακχιάς
Βακχίς
Βακχιώτης
Βάκχος
βαλανάγρα
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανεύω
βαλανηφάγος
βαλανηφόρος
View word page
Βακχιάζω
Βακχιάζω = Βακχεύω, Eur.

ShortDef

celebrate the mysteries of Bacchus

Debugging

Headword:
Βακχιάζω
Headword (normalized):
βακχιάζω
Headword (normalized/stripped):
βακχιαζω
IDX:
6066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6070
Key:
*bakxia/zw

Data

{'content': 'Βακχιάζω\n = Βακχεύω, Eur.', 'key': '*bakxia/zw'}