Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
Βάκχευσις
Βακχεύς
Βακχευτής
Βακχευτικός
Βακχεύτωρ
Βακχεύω
Βάκχη
Βακχιάζω
Βακχιάς
Βακχίς
Βακχιώτης
Βάκχος
βαλανάγρα
βαλανεῖον
βαλανεύς
βαλανεύω
βαλανηφάγος
View word page
Βάκχη
Βάκχη a Bacchante, Aesch., Soph., etc.:—generally, Βάκχη Ἅιδου frantic handmaid of Hades, Eur.; β. νεκύων Eur.

ShortDef

a Bacchante

Debugging

Headword:
Βάκχη
Headword (normalized):
βάκχη
Headword (normalized/stripped):
βακχη
IDX:
6065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6069
Key:
*ba/kxh

Data

{'content': 'Βάκχη\n a Bacchante, Aesch., Soph., etc.:—generally, Βάκχη Ἅιδου frantic handmaid of Hades, Eur.; β. νεκύων Eur.', 'key': '*ba/kxh'}