Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βακτρεύω
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βάκυλον
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
Βάκχευσις
Βακχεύς
Βακχευτής
Βακχευτικός
Βακχεύτωρ
Βακχεύω
Βάκχη
Βακχιάζω
Βακχιάς
Βακχίς
View word page
Βακχεύσιμος
Βακχεύσιμος Bacchanalian, frenzied, Eur.
ShortDef
Bacchanalian, frenzied
Debugging
Headword:
Βακχεύσιμος
Headword (normalized):
βακχεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
βακχευσιμος
IDX:
6058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6062
Key:
*bakxeu/simos
Data
{'content': 'Βακχεύσιμος\n Bacchanalian, frenzied, Eur.', 'key': '*bakxeu/simos'}