Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαιός
βάϊς
βαίτη
βακέλας
βακίζω
Βάκις
βάκλον
βακτηρία
βακτήριον
βάκτρευμα
βακτρεύω
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βάκυλον
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
Βακχεύσιμος
View word page
βακτρεύω
βακτρεύω to lean on a staff.

ShortDef

to lean on a staff

Debugging

Headword:
βακτρεύω
Headword (normalized):
βακτρεύω
Headword (normalized/stripped):
βακτρευω
IDX:
6048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6052
Key:
baktreu/w

Data

{'content': 'βακτρεύω\n to lean on a staff.', 'key': 'baktreu/w'}