Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βάϊον
βαιός
βάϊς
βαίτη
βακέλας
βακίζω
Βάκις
βάκλον
βακτηρία
βακτήριον
βάκτρευμα
βακτρεύω
βάκτρον
βακτροπροσαίτης
βάκυλον
Βακχάω
Βακχέβακχον
Βακχεία
Βακχεῖον
Βάκχειος
Βάκχευμα
View word page
βάκτρευμα
βάκτρευμα from βακτρεύω a staff, βακτρεύματα ποδός support lent to oneʼs foot, Eur.
ShortDef
a staff
Debugging
Headword:
βάκτρευμα
Headword (normalized):
βάκτρευμα
Headword (normalized/stripped):
βακτρευμα
IDX:
6047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6051
Key:
ba/ktreuma
Data
{'content': 'βάκτρευμα\n from βακτρεύω\n a staff, βακτρεύματα ποδός support lent to oneʼs foot, Eur.', 'key': 'ba/ktreuma'}