Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαίνω
βάϊον
βαιός
βάϊς
βαίτη
βακέλας
βακίζω
Βάκις
βάκλον
βακτηρία
βακτήριον
βάκτρευμα
βακτρεύω
βάκτρον
View word page
βάϊς
βάϊς Coptic word. a palm-branch, NTest.
ShortDef
palm-leaf
Debugging
Headword:
βάϊς
Headword (normalized):
βάϊς
Headword (normalized/stripped):
βαις
IDX:
6039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6043
Key:
ba/is
Data
{'content': 'βάϊς\n Coptic word.\n a palm-branch, NTest.', 'key': 'ba/is'}