Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαίνω
βάϊον
βαιός
βάϊς
βαίτη
βακέλας
βακίζω
Βάκις
βάκλον
βακτηρία
βακτήριον
βάκτρευμα
View word page
βάϊον
βάϊον = βάις, NTest.

ShortDef

palm-leaf; measuring-rod

Debugging

Headword:
βάϊον
Headword (normalized):
βάϊον
Headword (normalized/stripped):
βαιον
IDX:
6037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6041
Key:
ba/ion

Data

{'content': 'βάϊον\n = βάις, NTest.', 'key': 'ba/ion'}