Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαίνω
βάϊον
βαιός
βάϊς
βαίτη
βακέλας
βακίζω
Βάκις
βάκλον
βακτηρία
View word page
βαθύχθων
βαθύχθων = βαθύγαιος, Aesch.
ShortDef
with deep soil, productive (cp. βαθύγειος)
Debugging
Headword:
βαθύχθων
Headword (normalized):
βαθύχθων
Headword (normalized/stripped):
βαθυχθων
IDX:
6035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6039
Key:
baqu/xqwn
Data
{'content': 'βαθύχθων\n = βαθύγαιος, Aesch.', 'key': 'baqu/xqwn'}