Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαίνω
βάϊον
βαιός
βάϊς
βαίτη
βακέλας
βακίζω
Βάκις
βάκλον
View word page
βαθυχαίτης
βαθυχαίτης χαίτη with deep, thick hair, Hes.

ShortDef

with deep, thick hair, Hes

Debugging

Headword:
βαθυχαίτης
Headword (normalized):
βαθυχαίτης
Headword (normalized/stripped):
βαθυχαιτης
IDX:
6034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6038
Key:
baquxai/ths

Data

{'content': 'βαθυχαίτης\n χαίτη\n with deep, thick hair, Hes.', 'key': 'baquxai/ths'}