Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαίνω
βάϊον
View word page
βαθύστερνος
βαθύστερνος στέρνον deep-chested, λέων Pind., cf. βαθύκολπος.

ShortDef

deep-chested

Debugging

Headword:
βαθύστερνος
Headword (normalized):
βαθύστερνος
Headword (normalized/stripped):
βαθυστερνος
IDX:
6027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6031
Key:
baqu/sternos

Data

{'content': 'βαθύστερνος\n στέρνον\n deep-chested, λέων Pind., cf. βαθύκολπος.', 'key': 'baqu/sternos'}