Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
βαθύφυλλος
βαθυχαίτης
βαθύχθων
βαίνω
View word page
βαθύσπορος
βαθύσπορος σπείρω deep-sown, fruitful, Eur.

ShortDef

deep-sown, fruitful

Debugging

Headword:
βαθύσπορος
Headword (normalized):
βαθύσπορος
Headword (normalized/stripped):
βαθυσπορος
IDX:
6026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6030
Key:
baqu/sporos

Data

{'content': 'βαθύσπορος\n σπείρω\n deep-sown, fruitful, Eur.', 'key': 'baqu/sporos'}