Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
βαθύφυλλος
View word page
βαθυσκαφής
βαθυσκαφής σκάπτω deep-dug, Soph.
ShortDef
deep-dug
Debugging
Headword:
βαθυσκαφής
Headword (normalized):
βαθυσκαφής
Headword (normalized/stripped):
βαθυσκαφης
IDX:
6023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6027
Key:
baquskafh/s
Data
{'content': 'βαθυσκαφής\n σκάπτω\n deep-dug, Soph.', 'key': 'baquskafh/s'}