Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
βαθύσχοινος
βαθύτης
βαθύφρων
View word page
βαθύρροος
βαθύρροος ῥέω deep-flowing, brimming, Il., Soph.

ShortDef

deep-flowing, brimming

Debugging

Headword:
βαθύρροος
Headword (normalized):
βαθύρροος
Headword (normalized/stripped):
βαθυρροος
IDX:
6022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6026
Key:
baqu/rroos

Data

{'content': 'βαθύρροος\n ῥέω\n deep-flowing, brimming, Il., Soph.', 'key': 'baqu/rroos'}