Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
βαθύστολμος
βαθύστρωτος
View word page
βαθυρρείτης
βαθυρρείτης ῥέω = βαθύρροος, Il., Hes.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βαθυρρείτης
Headword (normalized):
βαθυρρείτης
Headword (normalized/stripped):
βαθυρρειτης
IDX:
6019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6023
Key:
baqurrei/ths
Data
{'content': 'βαθυρρείτης\n ῥέω\n = βαθύρροος, Il., Hes.', 'key': 'baqurrei/ths'}