Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
βαθύστερνος
View word page
βαθύπλουτος
βαθύπλουτος exceeding rich, Aesch.

ShortDef

exceeding rich

Debugging

Headword:
βαθύπλουτος
Headword (normalized):
βαθύπλουτος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπλουτος
IDX:
6017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6021
Key:
baqu/ploutos

Data

{'content': 'βαθύπλουτος\n exceeding rich, Aesch.', 'key': 'baqu/ploutos'}