Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
βαθύς
βαθύσπορος
View word page
βαθύπελμος
βαθύπελμος πέλμα thick-soled, Anth.

ShortDef

thick-soled

Debugging

Headword:
βαθύπελμος
Headword (normalized):
βαθύπελμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυπελμος
IDX:
6016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6020
Key:
baqu/pelmos

Data

{'content': 'βαθύπελμος\n πέλμα\n thick-soled, Anth.', 'key': 'baqu/pelmos'}