Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
βαθύρριζος
βαθύρροος
βαθυσκαφής
βαθύσκιος
View word page
βαθύνω
βαθύνω βαθύς to deepen, hollow out, of a torrent, Il.: to dig deep, NTest. as military term, to deepen, τὴν φάλαγγα Xen.
ShortDef
to deepen, hollow out
Debugging
Headword:
βαθύνω
Headword (normalized):
βαθύνω
Headword (normalized/stripped):
βαθυνω
IDX:
6014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6018
Key:
baqu/nw
Data
{'content': 'βαθύνω\n βαθύς\n to deepen, hollow out, of a torrent, Il.: to dig deep, NTest.\n as military term, to deepen, τὴν φάλαγγα Xen.', 'key': 'baqu/nw'}