Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
βαθύρρηνος
View word page
βαθυκτέανος
βαθυκτέανος κτέανον with great possessions, plenteous, Anth.
ShortDef
with great possessions, plenteous
Debugging
Headword:
βαθυκτέανος
Headword (normalized):
βαθυκτέανος
Headword (normalized/stripped):
βαθυκτεανος
IDX:
6010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6014
Key:
baqukte/anos
Data
{'content': 'βαθυκτέανος\n κτέανον\n with great possessions, plenteous, Anth.', 'key': 'baqukte/anos'}