Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
βαθυρρείτης
View word page
βαθύκρημνος
βαθύκρημνος with high cliffs, ἅλς Pind.; β. ἀκταί deep and rugged headlands, Pind.

ShortDef

with high cliffs

Debugging

Headword:
βαθύκρημνος
Headword (normalized):
βαθύκρημνος
Headword (normalized/stripped):
βαθυκρημνος
IDX:
6009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6013
Key:
baqu/krhmnos

Data

{'content': 'βαθύκρημνος\n with high cliffs, ἅλς Pind.; β. ἀκταί deep and rugged headlands, Pind.', 'key': 'baqu/krhmnos'}