Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
βαθύπλουτος
βαθυπόλεμος
View word page
βαθύκολπος
βαθύκολπος with dress falling in deep folds (cf. βαθύζωνος), of Trojan women, Il. with deep, full breasts, deep-bosomed, Aesch.; of the earth, Pind.: cf. βαθύστερνος.

ShortDef

with dress falling in deep folds

Debugging

Headword:
βαθύκολπος
Headword (normalized):
βαθύκολπος
Headword (normalized/stripped):
βαθυκολπος
IDX:
6008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6012
Key:
baqu/kolpos

Data

{'content': 'βαθύκολπος\n with dress falling in deep folds (cf. βαθύζωνος), of Trojan women, Il.\n with deep, full breasts, deep-bosomed, Aesch.; of the earth, Pind.: cf. βαθύστερνος.', 'key': 'baqu/kolpos'}