Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
βαθύνω
βαθύξυλος
βαθύπελμος
View word page
βαθυκήτης
βαθυκήτης κῆτος II deep yawning, of the sea, Theogn.
ShortDef
deep yawning
Debugging
Headword:
βαθυκήτης
Headword (normalized):
βαθυκήτης
Headword (normalized/stripped):
βαθυκητης
IDX:
6006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6010
Key:
baqukh/ths
Data
{'content': 'βαθυκήτης\n κῆτος II\n deep yawning, of the sea, Theogn.', 'key': 'baqukh/ths'}