Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνοος
View word page
βαθύζωνος
βαθύζωνος ζώνη deep-girded, i. e. girded not close under the breast, but over the hips, so that the gown fell over the girdle in folds (cf. βαθύκολπος), Hom.

ShortDef

deep-girded

Debugging

Headword:
βαθύζωνος
Headword (normalized):
βαθύζωνος
Headword (normalized/stripped):
βαθυζωνος
IDX:
6003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6007
Key:
baqu/zwnos

Data

{'content': 'βαθύζωνος\n ζώνη\n deep-girded, i. e. girded not close under the breast, but over the hips, so that the gown fell over the girdle in folds (cf. βαθύκολπος), Hom.', 'key': 'baqu/zwnos'}