Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
View word page
βαθυδίνης
βαθυδίνης δίνη deep-eddying, Il., Hes.

ShortDef

deep-eddying

Debugging

Headword:
βαθυδίνης
Headword (normalized):
βαθυδίνης
Headword (normalized/stripped):
βαθυδινης
IDX:
6002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6006
Key:
baqudi/nhs1

Data

{'content': 'βαθυδίνης\n δίνη\n deep-eddying, Il., Hes.', 'key': 'baqudi/nhs1'}