Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
βαθύλειμος
View word page
βαθυγήρως
βαθυγήρως γῆρας in great old age, decrepit, Anth.

ShortDef

in great old age, decrepit

Debugging

Headword:
βαθυγήρως
Headword (normalized):
βαθυγήρως
Headword (normalized/stripped):
βαθυγηρως
IDX:
6001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6005
Key:
baqu/ghrws

Data

{'content': 'βαθυγήρως\n γῆρας\n in great old age, decrepit, Anth.', 'key': 'baqu/ghrws'}