Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
βαθύκρημνος
βαθυκτέανος
View word page
βαθύγειος
βαθύγειος γαῖα with deep soil, productive, βαθύγαιος Hdt.

ShortDef

with deep soil, productive

Debugging

Headword:
βαθύγειος
Headword (normalized):
βαθύγειος
Headword (normalized/stripped):
βαθυγειος
IDX:
6000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6004
Key:
baqu/gaios

Data

{'content': 'βαθύγειος\n γαῖα\n with deep soil, productive, βαθύγαιος Hdt.', 'key': 'baqu/gaios'}