Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
βαθυκλεής
βαθύκολπος
View word page
βαθυαγκής
βαθυαγκής ἄγκος with deep dells, Anth.

ShortDef

with deep dells

Debugging

Headword:
βαθυαγκής
Headword (normalized):
βαθυαγκής
Headword (normalized/stripped):
βαθυαγκης
IDX:
5998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6002
Key:
baquagkh/s

Data

{'content': 'βαθυαγκής\n ἄγκος\n with deep dells, Anth.', 'key': 'baquagkh/s'}