Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
βαθυκήτης
View word page
βάθος
βάθος βαθύς depth or height, acc. as measured up or down, Lat. altitudo, Ταρτάρου βάθη Aesch.; αἰθέρος βάθος Eur.: in military sense, the depth of a line of battle, Thuc., Xen.:— β. τριχῶν depth, i. e. thickness or length, of hair, Hdt.:—in NTest., τὸ βάθος the deep water. metaph., κακῶν βάθος Aesch.; πλούτου βάθος Soph.

ShortDef

depth

Debugging

Headword:
βάθος
Headword (normalized):
βάθος
Headword (normalized/stripped):
βαθος
IDX:
5996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6000
Key:
ba/qos

Data

{'content': 'βάθος\n βαθύς\n depth or height, acc. as measured up or down, Lat. altitudo, Ταρτάρου βάθη Aesch.; αἰθέρος βάθος Eur.: in military sense, the depth of a line of battle, Thuc., Xen.:— β. τριχῶν depth, i. e. thickness or length, of hair, Hdt.:—in NTest., τὸ βάθος the deep water.\n metaph., κακῶν βάθος Aesch.; πλούτου βάθος Soph.', 'key': 'ba/qos'}