Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
βαθυκαμπής
View word page
βαθμός
βαθμός βαίνω a step: metaph. a step, degree, NTest.

ShortDef

a step

Debugging

Headword:
βαθμός
Headword (normalized):
βαθμός
Headword (normalized/stripped):
βαθμος
IDX:
5995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5999
Key:
baqmo/s

Data

{'content': 'βαθμός\n βαίνω\n a step: metaph. a step, degree, NTest.', 'key': 'baqmo/s'}