Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύθριξ
View word page
βαθμίς
βαθμίς a step, Anth.

ShortDef

a step

Debugging

Headword:
βαθμίς
Headword (normalized):
βαθμίς
Headword (normalized/stripped):
βαθμις
IDX:
5994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5998
Key:
baqmi/s

Data

{'content': 'βαθμίς\n a step, Anth.', 'key': 'baqmi/s'}