Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
βαθυδίνης
βαθύζωνος
View word page
βαθέως
βαθέως v. βαθύς II.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθέως
Headword (normalized):
βαθέως
Headword (normalized/stripped):
βαθεως
IDX:
5993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5997
Key:
baqe/ws

Data

{'content': 'βαθέως\n v. βαθύς II.', 'key': 'baqe/ws'}