Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαβύκα
βάγμα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
βαθυγήρως
View word page
βάδος
βάδος βαίνω a walk, βάδον βαδίζειν Ar.

ShortDef

a walk

Debugging

Headword:
βάδος
Headword (normalized):
βάδος
Headword (normalized/stripped):
βαδος
IDX:
5991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5995
Key:
ba/dos

Data

{'content': 'βάδος\n βαίνω\n a walk, βάδον βαδίζειν Ar.', 'key': 'ba/dos'}