Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαβαί
βαβύκα
βάγμα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
βαθύγειος
View word page
βαδιστικός
βαδιστικός βαδίζω good at walking, Ar.

ShortDef

good at walking

Debugging

Headword:
βαδιστικός
Headword (normalized):
βαδιστικός
Headword (normalized/stripped):
βαδιστικος
IDX:
5990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5994
Key:
badistiko/s

Data

{'content': 'βαδιστικός\n βαδίζω\n good at walking, Ar.', 'key': 'badistiko/s'}