Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄωτον
βαβαί
βαβύκα
βάγμα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
βαθυαγκής
βαθύβουλος
View word page
βαδιστής
βαδιστής βαδίζω a goer, ταχὺς βαδ. a quick runner, Eur.

ShortDef

a goer

Debugging

Headword:
βαδιστής
Headword (normalized):
βαδιστής
Headword (normalized/stripped):
βαδιστης
IDX:
5989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5993
Key:
badisth/s

Data

{'content': 'βαδιστής\n βαδίζω\n a goer, ταχὺς βαδ. a quick runner, Eur.', 'key': 'badisth/s'}