Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄωρος2
ἀωτέω
ἄωτον
βαβαί
βαβύκα
βάγμα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
βάθρον
View word page
βαδισμός
βαδισμός from βαδίζω = βάδισις, Plat.
ShortDef
walking, going
Debugging
Headword:
βαδισμός
Headword (normalized):
βαδισμός
Headword (normalized/stripped):
βαδισμος
IDX:
5987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5991
Key:
badismo/s
Data
{'content': 'βαδισμός\n from βαδίζω\n = βάδισις, Plat.', 'key': 'badismo/s'}