Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄωρος
ἄωρος2
ἀωτέω
ἄωτον
βαβαί
βαβύκα
βάγμα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
βάθος
View word page
βάδισμα
βάδισμα from βαδίζω walk, gait, Xen., Dem.
ShortDef
walk, gait
Debugging
Headword:
βάδισμα
Headword (normalized):
βάδισμα
Headword (normalized/stripped):
βαδισμα
IDX:
5986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5990
Key:
ba/disma
Data
{'content': 'βάδισμα\n from βαδίζω\n walk, gait, Xen., Dem.', 'key': 'ba/disma'}