Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀωρόνυκτος
ἄωρος
ἄωρος2
ἀωτέω
ἄωτον
βαβαί
βαβύκα
βάγμα
βάδην
βαδίζω
βάδισις
βάδισμα
βαδισμός
βαδιστέος
βαδιστής
βαδιστικός
βάδος
βάζω
βαθέως
βαθμίς
βαθμός
View word page
βάδισις
βάδισις from βαδίζω a walking, going, Ar.; of hares, Xen.

ShortDef

a walking, going

Debugging

Headword:
βάδισις
Headword (normalized):
βάδισις
Headword (normalized/stripped):
βαδισις
IDX:
5985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5989
Key:
ba/disis

Data

{'content': 'βάδισις\n from βαδίζω\n a walking, going, Ar.; of hares, Xen.', 'key': 'ba/disis'}